Ρέζους (Rh), παράγοντας

Ρέζους (Rh), παράγοντας
Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα: να μεταγγιστεί σε άτομα που στερούνται του παράγοντα Ρέζους (Rh αρνητικοί) αίμα ατόμων που έχουν τον παράγοντα Ρέζους (Rh θετικοί)· στην περίπτωση αυτή ο Rh αρνητικός άνθρωπος μπορεί να σχηματίσει αντισώματα για τον παράγοντα αυτό και να παρουσιάσει εξαιτίας αυτού σοβαρές αντιδράσεις ασυμβατότητας σε νέες μεταγγίσεις αίματος Rh θετικού. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μεταγγίζεται αίμα Rh θετικό σε άτομα Rh αρνητικά. Όταν, εξάλλου, μια γυναίκα Rh αρνητική συλλάβει από άντρα Rh θετικό ένα παιδί Rh θετικό, μπορεί να σχηματίσει αντισώματα για τα ερυθρά αιμοσφαίρια του παιδιού της· έτσι, στις επόμενες εγκυμοσύνες, μπορεί να εμφανιστεί πλήθος παθολογικών καταστάσεων διάφορης βαρύτητας εις βάρος του έμβρυου, παθολογικές καταστάσεις που στο σύνολό τους ονομάζονται αιμολυτική νόσος του νεογνού ή αιμολυτικός ίκτερος του νεογνού, και οι οποίες εξαρτώνται βασικά από τη βλαπτική επίδραση των αντι-Rh αντισωμάτων του αίματος της μητέρας επί των ερυθρών αιμοσφαιρίων και των ιστών του έμβρυου. Η παρουσία των αντισωμάτων αυτών στο αίμα της εγκύου αποκαλύπτεται με ειδική εξέταση του αίματος. Όταν εκδηλωθεί η νόσος στο νεογνό, η κύρια θεραπευτική αντιμετώπιση της συνίσταται στην αφαιμαξομετάγγιση (αντικατάσταση αίματος νεογνού). Σήμερα μπορεί vα αποφευχθεί η αιμολυτική νόσος με την επέμβαση όχι στο παιδί, αλλά στη μητέρα: η μέθοδος συνίσταται στη χορήγηση, με ένεση, στη μητέρα ενός ορού αντι-Rh (αποτελείται από διάλυμα αντισωμάτων αντι-Rh), ο οποίος εμποδίζει την ανοσοποίησή της, δηλαδή την ικανότητά της να σχηματίσει αντισώματα αντι-Rh, ως συνέπεια της εισαγωγής στο κυκλοφορικό της σύστημα ερυθρών αιμοσφαιρίων του εμβρύου. Ο ορός πρέπει να χορηγείται σε κάθε μητέρα Rh-αρνητική, ύστερα από κάθε τοκετό ή αποβολή έμβρυου Rh θετικού εντός 72 ωρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”